-
1 ψαλτικός
ψαλτικός, zum Spielen eines Saiteninstruments gehörig, geschickt, ψαλτικὸν ὄργανον, Saiteninstrument, Ath. XIV, 634 f.
-
2 ψαλτικός
ψαλτικός, zum Spielen eines Saiteninstruments gehörig, geschickt; ψαλτικὸν ὄργανον, Saiteninstrument
См. также в других словарях:
ψαλτικός — ή, ό / ψαλτικός, ή, όν, ΝΑ [ψάλλω] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ψάλτη ή στο ψάλσιμο 2. (για ωδές, κείμενα, τροπάρια) αυτός που ψάλλεται, σε αντιδιαστολή προς εκείνον που αναγιγνώσκεται 3. το θηλ. ως ουσ. η ψαλτική η τέχνη τού… … Dictionary of Greek